Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡ Ἐνόδιος

См. также в других словарях:

  • ενόδιος — ἐνόδιος, ία, ον και ἐνόδιος, ον (επικ. τ. εἰνόδιος, ίη, ον) (Α) [οδός] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή δίπλα στον δρόμο («τῶν γὰρ πόλεων τὰς ἐνοδίους καὶ παραθαλαττίους», Πλούτ.) 2. ο χρήσιμος για τον δρόμο 3. ως επίθ. τών θεών, τών οποίων έστηναν… …   Dictionary of Greek

  • ἐνόδιος — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ενόδιος, Μάγνος Φήλιξ — (Ennodius, 6ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Κατατάχθηκε σε μοναχικό τάγμα, παρά το γεγονός ότι είχε παντρευτεί. Εξελέγη επίσκοπος της Παβίας το 513 και στάλθηκε δύο φορές από τον πάπα στον αυτοκράτορα Αναστάσιο, για να… …   Dictionary of Greek

  • εἰνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl εἰνόδιος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνόδιον — ἐνόδιος in masc acc sg ἐνόδιος in neut nom/voc/acc sg εἰνόδιος masc/fem acc sg εἰνόδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνοδίων — ἐνόδιος in fem gen pl ἐνόδιος in masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόδιον — ἐνόδιος in masc acc sg ἐνόδιος in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίη — ἐνόδιος in fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίην — ἐνόδιος in fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίης — ἐνόδιος in fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνοδίοιο — ἐνόδιος in masc/neut gen sg (epic) εἰνόδιος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»